ενοικίαση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ενοικίαση • (enoikíasi) f (plural ενοικιάσεις)
Declension
[edit]Declension of ενοικίαση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ενοικίαση • | ενοικιάσεις • | |
genitive | ενοικίασης • | ενοικιάσεων • | |
accusative | ενοικίαση • | ενοικιάσεις • | |
vocative | ενοικίαση • | ενοικιάσεις • | |
Older or formal genitive singular: ενοικιάσεως • |
Coordinate terms
[edit]- μίσθωση f (místhosi, “lease”)
Related terms
[edit]- ανοίκιαστος (anoíkiastos, “unrented”, adjective)
- ενοικιάζω (enoikiázo, “to rent, to hire”)
- ενοικίαση αυτοκινήτων f (enoikíasi aftokiníton, “car rental”)
- ενοικιαστήριο n (enoikiastírio, “rental advertisement, rental agreement”)
- ενοικιαστής m (enoikiastís, “hirer, tenant”)
- ενοίκιο n (enoíkio, “hire charge, rental”)
Further reading
[edit]- Μίσθωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el