ανοίκιαστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανοίκιαστος (anoíkiastosm (feminine ανοίκιαστη, neuter ανοίκιαστο)

  1. vacant, unlet, untenanted, unrented
  2. unhired

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοίκιαστος (anoíkiastos) ανοίκιαστη (anoíkiasti) ανοίκιαστο (anoíkiasto) ανοίκιαστοι (anoíkiastoi) ανοίκιαστες (anoíkiastes) ανοίκιαστα (anoíkiasta)
genitive ανοίκιαστου (anoíkiastou) ανοίκιαστης (anoíkiastis) ανοίκιαστου (anoíkiastou) ανοίκιαστων (anoíkiaston) ανοίκιαστων (anoíkiaston) ανοίκιαστων (anoíkiaston)
accusative ανοίκιαστο (anoíkiasto) ανοίκιαστη (anoíkiasti) ανοίκιαστο (anoíkiasto) ανοίκιαστους (anoíkiastous) ανοίκιαστες (anoíkiastes) ανοίκιαστα (anoíkiasta)
vocative ανοίκιαστε (anoíkiaste) ανοίκιαστη (anoíkiasti) ανοίκιαστο (anoíkiasto) ανοίκιαστοι (anoíkiastoi) ανοίκιαστες (anoíkiastes) ανοίκιαστα (anoíkiasta)
[edit]