ανοίκιαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανοίκιαστος • (anoíkiastos) m (feminine ανοίκιαστη, neuter ανοίκιαστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανοίκιαστος (anoíkiastos) | ανοίκιαστη (anoíkiasti) | ανοίκιαστο (anoíkiasto) | ανοίκιαστοι (anoíkiastoi) | ανοίκιαστες (anoíkiastes) | ανοίκιαστα (anoíkiasta) | |
genitive | ανοίκιαστου (anoíkiastou) | ανοίκιαστης (anoíkiastis) | ανοίκιαστου (anoíkiastou) | ανοίκιαστων (anoíkiaston) | ανοίκιαστων (anoíkiaston) | ανοίκιαστων (anoíkiaston) | |
accusative | ανοίκιαστο (anoíkiasto) | ανοίκιαστη (anoíkiasti) | ανοίκιαστο (anoíkiasto) | ανοίκιαστους (anoíkiastous) | ανοίκιαστες (anoíkiastes) | ανοίκιαστα (anoíkiasta) | |
vocative | ανοίκιαστε (anoíkiaste) | ανοίκιαστη (anoíkiasti) | ανοίκιαστο (anoíkiasto) | ανοίκιαστοι (anoíkiastoi) | ανοίκιαστες (anoíkiastes) | ανοίκιαστα (anoíkiasta) |
Related terms
[edit]- see: ενοικίαση f (enoikíasi, “renting”)