Jump to content

ενεστωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ενεστώτ(ας) (enestót(as), present tense) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ne.sto.tiˈkos/
  • Hyphenation: ε‧νε‧στω‧τι‧κός

Adjective

[edit]

ενεστωτικός (enestotikósm (feminine ενεστωτική, neuter ενεστωτικό)

  1. (grammar) present-tense (attributive), present

Declension

[edit]
Declension of ενεστωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενεστωτικός (enestotikós) ενεστωτική (enestotikí) ενεστωτικό (enestotikó) ενεστωτικοί (enestotikoí) ενεστωτικές (enestotikés) ενεστωτικά (enestotiká)
genitive ενεστωτικού (enestotikoú) ενεστωτικής (enestotikís) ενεστωτικού (enestotikoú) ενεστωτικών (enestotikón) ενεστωτικών (enestotikón) ενεστωτικών (enestotikón)
accusative ενεστωτικό (enestotikó) ενεστωτική (enestotikí) ενεστωτικό (enestotikó) ενεστωτικούς (enestotikoús) ενεστωτικές (enestotikés) ενεστωτικά (enestotiká)
vocative ενεστωτικέ (enestotiké) ενεστωτική (enestotikí) ενεστωτικό (enestotikó) ενεστωτικοί (enestotikoí) ενεστωτικές (enestotikés) ενεστωτικά (enestotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενεστωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενεστωτικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ενεστωτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language