From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek ἐνδυναμῶ ( endunamô ) , contracted form of ἐνδυναμόω ( endunamóō ) , with -ώνω ( -óno ) suffix.[ 1]
IPA (key ) : /en.ði.naˈmo.no/
Hyphenation: εν‧δυ‧να‧μώ‧νω
ενδυναμώνω • (endynamóno ) (past ενδυνάμωσα , passive ενδυναμώνομαι , p‑past ενδυναμώθηκα , ppp ενδυναμωμένος ) ( transitive )
to strengthen , to reinforce
Synonyms: δυναμώνω ( dynamóno ) , ενισχύω ( enischýo )
to empower ( to give someone more confidence and/or strength to do something )
ενδυναμώνω ενδυναμώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ενδυναμώνω
ενδυναμώσω
ενδυναμώνομαι
ενδυναμωθώ
2 sg
ενδυναμώνεις
ενδυναμώσεις
ενδυναμώνεσαι
ενδυναμωθείς
3 sg
ενδυναμώνει
ενδυναμώσει
ενδυναμώνεται
ενδυναμωθεί
1 pl
ενδυναμώνουμε , [‑ομε ]
ενδυναμώσουμε , [‑ομε ]
ενδυναμωνόμαστε
ενδυναμωθούμε
2 pl
ενδυναμώνετε
ενδυναμώσετε
ενδυναμώνεστε , ενδυναμωνόσαστε
ενδυναμωθείτε
3 pl
ενδυναμώνουν (ε )
ενδυναμώσουν (ε )
ενδυναμώνονται
ενδυναμωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ενδυνάμωνα
ενδυνάμωσα
ενδυναμωνόμουν (α )
ενδυναμώθηκα
2 sg
ενδυνάμωνες
ενδυνάμωσες
ενδυναμωνόσουν (α )
ενδυναμώθηκες
3 sg
ενδυνάμωνε
ενδυνάμωσε
ενδυναμωνόταν (ε )
ενδυναμώθηκε
1 pl
ενδυναμώναμε
ενδυναμώσαμε
ενδυναμωνόμασταν , (‑όμαστε )
ενδυναμωθήκαμε
2 pl
ενδυναμώνατε
ενδυναμώσατε
ενδυναμωνόσασταν , (‑όσαστε )
ενδυναμωθήκατε
3 pl
ενδυνάμωναν , ενδυναμώναν (ε )
ενδυνάμωσαν , ενδυναμώσαν (ε )
ενδυναμώνονταν , (ενδυναμωνόντουσαν )
ενδυναμώθηκαν , ενδυναμωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ενδυναμώνω ➤
θα ενδυναμώσω ➤
θα ενδυναμώνομαι ➤
θα ενδυναμωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ενδυναμώνεις , …
θα ενδυναμώσεις , …
θα ενδυναμώνεσαι , …
θα ενδυναμωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ενδυναμώσει έχω, έχεις, … ενδυναμωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ενδυναμωθεί είμαι , είσαι , … ενδυναμωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ενδυναμώσει είχα, είχες, … ενδυναμωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ενδυναμωθεί ήμουν , ήσουν , … ενδυναμωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ενδυναμώσει θα έχω, θα έχεις, … ενδυναμωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ενδυναμωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενδυναμωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ενδυνάμωνε
ενδυνάμωσε
—
ενδυναμώσου
2 pl
ενδυναμώνετε
ενδυναμώστε
ενδυναμώνεστε
ενδυναμωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ενδυναμώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ενδυναμώσει ➤
ενδυναμωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ενδυναμώσει
ενδυναμωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.