Jump to content

ενδιάμεσος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ενδιάμεσος (endiámesosm (feminine ενδιάμεση, neuter ενδιάμεσο)

  1. intermediate (occurring between two extremes, or in the middle of a range)
    Synonym: διάμεσος (diámesos)

Declension

[edit]
Declension of ενδιάμεσος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενδιάμεσος (endiámesos) ενδιάμεση (endiámesi) ενδιάμεσο (endiámeso) ενδιάμεσοι (endiámesoi) ενδιάμεσες (endiámeses) ενδιάμεσα (endiámesa)
genitive ενδιάμεσου (endiámesou) ενδιάμεσης (endiámesis) ενδιάμεσου (endiámesou) ενδιάμεσων (endiámeson) ενδιάμεσων (endiámeson) ενδιάμεσων (endiámeson)
accusative ενδιάμεσο (endiámeso) ενδιάμεση (endiámesi) ενδιάμεσο (endiámeso) ενδιάμεσους (endiámesous) ενδιάμεσες (endiámeses) ενδιάμεσα (endiámesa)
vocative ενδιάμεσε (endiámese) ενδιάμεση (endiámesi) ενδιάμεσο (endiámeso) ενδιάμεσοι (endiámesoi) ενδιάμεσες (endiámeses) ενδιάμεσα (endiámesa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενδιάμεσος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενδιάμεσος, etc.)