ενδιάμεση
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ενδιάμεση • (endiámesi)
- nominative feminine singular of ενδιάμεσος (endiámesos)
- accusative feminine singular of ενδιάμεσος (endiámesos)
- vocative feminine singular of ενδιάμεσος (endiámesos)
ενδιάμεση • (endiámesi)