εναλλάκτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]εναλλάκτης • (enalláktis) m (plural εναλλάκτες)
- (electrical) inverter, power inverter
- Synonyms: αντιστροφέας (antistroféas), αναστροφέας (anastroféas), μετατροπέας (metatropéas)
- heat exchanger
Declension
[edit]Declension of εναλλάκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εναλλάκτης • | εναλλάκτες • |
genitive | εναλλάκτη • | εναλλακτών • |
accusative | εναλλάκτη • | εναλλάκτες • |
vocative | εναλλάκτη • | εναλλάκτες • |
Derived terms
[edit]- εναλλάκτης θερμότητας m (enalláktis thermótitas, “heat exchanger”)