Jump to content

αντιστροφέας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιστροφέας (antistroféasm (plural αντιστροφείς)

  1. (electrical engineering) inverter, power inverter
    Synonyms: αναστροφέας (anastroféas), εναλλάκτης (enalláktis), μετατροπέας (metatropéas)

Declension

[edit]
Declension of αντιστροφέας
singular plural
nominative αντιστροφέας (antistroféas) αντιστροφείς (antistrofeís)
genitive αντιστροφέα (antistroféa) αντιστροφέων (antistroféon)
accusative αντιστροφέα (antistroféa) αντιστροφείς (antistrofeís)
vocative αντιστροφέα (antistroféa) αντιστροφείς (antistrofeís)

Further reading

[edit]