Jump to content

εμφιαλωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of εμφιαλώνω (emfialóno, to bottle)

Adjective

[edit]

εμφιαλωμένος (emfialoménosm (feminine εμφιαλωμένη, neuter εμφιαλωμένο)

  1. bottled
    εμφιαλωμένο νερό (bottled water)

Declension

[edit]
Declension of εμφιαλωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμφιαλωμένος (emfialoménos) εμφιαλωμένη (emfialoméni) εμφιαλωμένο (emfialoméno) εμφιαλωμένοι (emfialoménoi) εμφιαλωμένες (emfialoménes) εμφιαλωμένα (emfialoména)
genitive εμφιαλωμένου (emfialoménou) εμφιαλωμένης (emfialoménis) εμφιαλωμένου (emfialoménou) εμφιαλωμένων (emfialoménon) εμφιαλωμένων (emfialoménon) εμφιαλωμένων (emfialoménon)
accusative εμφιαλωμένο (emfialoméno) εμφιαλωμένη (emfialoméni) εμφιαλωμένο (emfialoméno) εμφιαλωμένους (emfialoménous) εμφιαλωμένες (emfialoménes) εμφιαλωμένα (emfialoména)
vocative εμφιαλωμένε (emfialoméne) εμφιαλωμένη (emfialoméni) εμφιαλωμένο (emfialoméno) εμφιαλωμένοι (emfialoménoi) εμφιαλωμένες (emfialoménes) εμφιαλωμένα (emfialoména)