Jump to content

εμπορευματοκιβώτιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εμπορευματοκιβώτιο (emporevmatokivótion

  1. container, cargo container, shipping container

Declension

[edit]
Declension of εμπορευματοκιβώτιο
singular plural
nominative εμπορευματοκιβώτιο (emporevmatokivótio) εμπορευματοκιβώτια (emporevmatokivótia)
genitive εμπορευματοκιβωτίου (emporevmatokivotíou)
εμπορευματοκιβώτιου (emporevmatokivótiou)
εμπορευματοκιβωτίων (emporevmatokivotíon)
accusative εμπορευματοκιβώτιο (emporevmatokivótio) εμπορευματοκιβώτια (emporevmatokivótia)
vocative εμπορευματοκιβώτιο (emporevmatokivótio) εμπορευματοκιβώτια (emporevmatokivótia)

Synonyms

[edit]