Jump to content

εμπιστευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εμπιστευτικός (empisteftikósm (feminine εμπιστευτική, neuter εμπιστευτικό)

  1. confidential

Declension

[edit]
Declension of εμπιστευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπιστευτικός (empisteftikós) εμπιστευτική (empisteftikí) εμπιστευτικό (empisteftikó) εμπιστευτικοί (empisteftikoí) εμπιστευτικές (empisteftikés) εμπιστευτικά (empisteftiká)
genitive εμπιστευτικού (empisteftikoú) εμπιστευτικής (empisteftikís) εμπιστευτικού (empisteftikoú) εμπιστευτικών (empisteftikón) εμπιστευτικών (empisteftikón) εμπιστευτικών (empisteftikón)
accusative εμπιστευτικό (empisteftikó) εμπιστευτική (empisteftikí) εμπιστευτικό (empisteftikó) εμπιστευτικούς (empisteftikoús) εμπιστευτικές (empisteftikés) εμπιστευτικά (empisteftiká)
vocative εμπιστευτικέ (empisteftiké) εμπιστευτική (empisteftikí) εμπιστευτικό (empisteftikó) εμπιστευτικοί (empisteftikoí) εμπιστευτικές (empisteftikés) εμπιστευτικά (empisteftiká)
[edit]