εμπιστευτική
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]εμπιστευτική • (empisteftikí)
- nominative feminine singular of εμπιστευτικός (empisteftikós)
- accusative feminine singular of εμπιστευτικός (empisteftikós)
- vocative feminine singular of εμπιστευτικός (empisteftikós)