Jump to content

εμβληματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from εμβληματ- (stem of έμβλημα (émvlima)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /eɱ.vli.ma.tiˈkos/
  • Hyphenation: εμ‧βλη‧μα‧τι‧κός

Adjective

[edit]

εμβληματικός (emvlimatikósm (feminine εμβληματική, neuter εμβληματικό)

  1. emblematic

Declension

[edit]
Declension of εμβληματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμβληματικός (emvlimatikós) εμβληματική (emvlimatikí) εμβληματικό (emvlimatikó) εμβληματικοί (emvlimatikoí) εμβληματικές (emvlimatikés) εμβληματικά (emvlimatiká)
genitive εμβληματικού (emvlimatikoú) εμβληματικής (emvlimatikís) εμβληματικού (emvlimatikoú) εμβληματικών (emvlimatikón) εμβληματικών (emvlimatikón) εμβληματικών (emvlimatikón)
accusative εμβληματικό (emvlimatikó) εμβληματική (emvlimatikí) εμβληματικό (emvlimatikó) εμβληματικούς (emvlimatikoús) εμβληματικές (emvlimatikés) εμβληματικά (emvlimatiká)
vocative εμβληματικέ (emvlimatiké) εμβληματική (emvlimatikí) εμβληματικό (emvlimatikó) εμβληματικοί (emvlimatikoí) εμβληματικές (emvlimatikés) εμβληματικά (emvlimatiká)

References

[edit]
  1. ^ εμβληματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language