έμβλημα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

έμβλημα (émvliman (plural εμβλήματα)

  1. emblem

Declension

[edit]
singular plural
nominative έμβλημα (émvlima) εμβλήματα (emvlímata)
genitive εμβλήματος (emvlímatos) εμβλημάτων (emvlimáton)
accusative έμβλημα (émvlima) εμβλήματα (emvlímata)
vocative έμβλημα (émvlima) εμβλήματα (emvlímata)

See also

[edit]