ελικόπτερο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ελικόπτερο • (elikóptero) n (plural ελικόπτερα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελικόπτερο (elikóptero) | ελικόπτερα (elikóptera) |
genitive | ελικοπτέρου (elikoptérou) ελικόπτερου (elikópterou) |
ελικοπτέρων (elikoptéron) |
accusative | ελικόπτερο (elikóptero) | ελικόπτερα (elikóptera) |
vocative | ελικόπτερο (elikóptero) | ελικόπτερα (elikóptera) |
Descendants
[edit]→ Aromanian: ilicupter