Jump to content

ελατήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ελατήριο (elatírion (plural ελατήρια)

  1. (engineering) spring (coiled device)

Declension

[edit]
Declension of ελατήριο
singular plural
nominative ελατήριο (elatírio) ελατήρια (elatíria)
genitive ελατηρίου (elatiríou)
ελατήριου (elatíriou)
ελατηρίων (elatiríon)
accusative ελατήριο (elatírio) ελατήρια (elatíria)
vocative ελατήριο (elatírio) ελατήρια (elatíria)

Synonyms

[edit]