Jump to content

εκπροσώπηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from εκπροσωπώ (ekprosopó) +‎ -ση (-si).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ek.pɾoˈso.pi.si/
  • Hyphenation: εκ‧προ‧σώ‧πη‧ση

Noun

[edit]

εκπροσώπηση (ekprosópisif (plural εκπροσωπήσεις)

  1. representation (the act of representing)

Declension

[edit]
Declension of εκπροσώπηση
singular plural
nominative εκπροσώπηση (ekprosópisi) εκπροσωπήσεις (ekprosopíseis)
genitive εκπροσώπησης (ekprosópisis) εκπροσωπήσεων (ekprosopíseon)
accusative εκπροσώπηση (ekprosópisi) εκπροσωπήσεις (ekprosopíseis)
vocative εκπροσώπηση (ekprosópisi) εκπροσωπήσεις (ekprosopíseis)

Older or formal genitive singular: εκπροσωπήσεως (ekprosopíseos)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ εκπροσώπηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language