From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Byzantine Greek εκπροσωπώ ( ekprosōpṓ ) , with semantic loan from French représenter . By surface analysis , εκ- ( ek- ) + πρόσωπο ( prósopo ) + -ώ ( -ó ) .[ 1]
IPA (key ) : /ek.pɾo.soˈpo/
Hyphenation: εκ‧προ‧σω‧πώ
εκπροσωπώ • (ekprosopó ) (past εκπροσώπησα , passive εκπροσωπούμαι , p‑past εκπροσωπήθηκα , ppp εκπροσωπημένος )
( transitive ) to represent ( to stand or act in the place of; to perform the duties, exercise the rights, or otherwise act on behalf of )
( transitive , politics ) to represent ( to act as a representative of )
εκπροσωπώ , εκπροσωπούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εκπροσωπώ
εκπροσωπήσω
εκπροσωπούμαι
εκπροσωπηθώ
2 sg
εκπροσωπείς
εκπροσωπήσεις
εκπροσωπείσαι
εκπροσωπηθείς
3 sg
εκπροσωπεί
εκπροσωπήσει
εκπροσωπείται
εκπροσωπηθεί
1 pl
εκπροσωπούμε
εκπροσωπήσουμε , [-ομε ]
εκπροσωπούμαστε
εκπροσωπηθούμε
2 pl
εκπροσωπείτε
εκπροσωπήσετε
εκπροσωπείστε
εκπροσωπηθείτε
3 pl
εκπροσωπούν (ε )
εκπροσωπήσουν (ε )
εκπροσωπούνται
εκπροσωπηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εκπροσωπούσα
εκπροσώπησα
[εκπροσωπούμουν (α )]
εκπροσωπήθηκα
2 sg
εκπροσωπούσες
εκπροσώπησες
[εκπροσωπούσουν (α )]
εκπροσωπήθηκες
3 sg
εκπροσωπούσε
εκπροσώπησε
εκπροσωπούνταν , {εκπροσωπείτο }
εκπροσωπήθηκε
1 pl
εκπροσωπούσαμε
εκπροσωπήσαμε
εκπροσωπούμασταν , (‑ούμαστε )
εκπροσωπηθήκαμε
2 pl
εκπροσωπούσατε
εκπροσωπήσατε
[εκπροσωπούσασταν , (‑ούσαστε )]
εκπροσωπηθήκατε
3 pl
εκπροσωπούσαν (ε )
εκπροσώπησαν , εκπροσωπήσαν (ε )
εκπροσωπούνταν , {εκπροσωπούντο }
εκπροσωπήθηκαν , εκπροσωπηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εκπροσωπώ ➤
θα εκπροσωπήσω ➤
θα εκπροσωπούμαι ➤
θα εκπροσωπηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εκπροσωπείς , …
θα εκπροσωπήσεις , …
θα εκπροσωπείσαι , …
θα εκπροσωπηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εκπροσωπήσει έχω, έχεις, … εκπροσωπημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εκπροσωπηθεί είμαι , είσαι , … εκπροσωπημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εκπροσωπήσει είχα, είχες, … εκπροσωπημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εκπροσωπηθεί ήμουν , ήσουν , … εκπροσωπημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … εκπροσωπήσει θα έχω, θα έχεις, … εκπροσωπημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εκπροσωπηθεί θα είμαι, θα είσαι, … εκπροσωπημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
εκπροσώπησε
—
εκπροσωπήσου
2 pl
εκπροσωπείτε
εκπροσωπήστε
εκπροσωπείστε
εκπροσωπηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εκπροσωπώντας ➤
εκπροσωπούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας εκπροσωπήσει ➤
εκπροσωπημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εκπροσωπήσει
εκπροσωπηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.