From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek ἐκπαιδεύω ( ekpaideúō ) . By surface analysis , εκ- ( ek- ) + παιδεύω ( paidévo ) .
IPA (key ) : /ek.peˈðe.vo/
Hyphenation: εκ‧παι‧δεύ‧ω
εκπαιδεύω • (ekpaidévo ) (past εκπαίδευσα , passive εκπαιδεύομαι , p‑past εκπαιδεύτηκα /εκπαιδεύθηκα , ppp εκπαιδευμένος )
to educate , train
εκπαιδεύω εκπαιδεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εκπαιδεύω
εκπαιδεύσω
εκπαιδεύομαι
εκπαιδευτώ , εκπαιδευθώ
2 sg
εκπαιδεύεις
εκπαιδεύσεις
εκπαιδεύεσαι
εκπαιδευτείς , εκπαιδευθείς
3 sg
εκπαιδεύει
εκπαιδεύσει
εκπαιδεύεται
εκπαιδευτεί , εκπαιδευθεί
1 pl
εκπαιδεύουμε , [‑ομε ]
εκπαιδεύσουμε , [‑ομε ]
εκπαιδευόμαστε
εκπαιδευτούμε , εκπαιδευθούμε
2 pl
εκπαιδεύετε
εκπαιδεύσετε
εκπαιδεύεστε , εκπαιδευόσαστε
εκπαιδευτείτε , εκπαιδευθείτε
3 pl
εκπαιδεύουν (ε )
εκπαιδεύσουν (ε )
εκπαιδεύονται
εκπαιδευτούν (ε ), εκπαιδευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εκπαίδευα
εκπαίδευσα
εκπαιδευόμουν (α )
εκπαιδεύτηκα , εκπαιδεύθηκα
2 sg
εκπαίδευες
εκπαίδευσες
εκπαιδευόσουν (α )
εκπαιδεύτηκες , εκπαιδεύθηκες
3 sg
εκπαίδευε
εκπαίδευσε
εκπαιδευόταν (ε )
εκπαιδεύτηκε , εκπαιδεύθηκε
1 pl
εκπαιδεύαμε
εκπαιδεύσαμε
εκπαιδευόμασταν , (‑όμαστε )
εκπαιδευτήκαμε , εκπαιδευθήκαμε
2 pl
εκπαιδεύατε
εκπαιδεύσατε
εκπαιδευόσασταν , (‑όσαστε )
εκπαιδευτήκατε , εκπαιδευθήκατε
3 pl
εκπαίδευαν , εκπαιδεύαν (ε )
εκπαίδευσαν , εκπαιδεύσαν (ε )
εκπαιδεύονταν , (εκπαιδευόντουσαν )
εκπαιδεύτηκαν , εκπαιδευτήκαν (ε ), εκπαιδεύθηκαν , εκπαιδευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εκπαιδεύω ➤
θα εκπαιδεύσω ➤
θα εκπαιδεύομαι ➤
θα εκπαιδευτώ / εκπαιδευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εκπαιδεύεις , …
θα εκπαιδεύσεις , …
θα εκπαιδεύεσαι , …
θα εκπαιδευτείς / εκπαιδευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εκπαιδεύσει έχω, έχεις, … εκπαιδευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εκπαιδευτεί / εκπαιδευθεί είμαι , είσαι , … εκπαιδευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εκπαιδεύσει είχα, είχες, … εκπαιδευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εκπαιδευτεί / εκπαιδευθεί ήμουν , ήσουν , … εκπαιδευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εκπαιδεύσει θα έχω, θα έχεις, … εκπαιδευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εκπαιδευτεί / εκπαιδευθεί θα είμαι, θα είσαι, … εκπαιδευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εκπαίδευε
εκπαίδευσε
—
εκπαιδεύσου
2 pl
εκπαιδεύετε
εκπαιδεύστε
εκπαιδεύεστε
εκπαιδευτείτε , εκπαιδευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εκπαιδεύοντας ➤
εκπαιδευόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας εκπαιδεύσει ➤
εκπαιδευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εκπαιδεύσει
εκπαιδευτεί , εκπαιδευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.