εκμετάλλευση
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From εκμεταλλεύ(ομαι) (ekmetallév(omai)) + -ση (-si).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]εκμετάλλευση • (ekmetállefsi) f (plural εκμεταλλεύσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκμετάλλευση (ekmetállefsi) | εκμεταλλεύσεις (ekmetalléfseis) |
genitive | εκμετάλλευσης (ekmetállefsis) | εκμεταλλεύσεων (ekmetalléfseon) |
accusative | εκμετάλλευση (ekmetállefsi) | εκμεταλλεύσεις (ekmetalléfseis) |
vocative | εκμετάλλευση (ekmetállefsi) | εκμεταλλεύσεις (ekmetalléfseis) |
Older or formal genitive singular: εκμεταλλεύσεως (ekmetalléfseos)
References
[edit]- ^ εκμετάλλευση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language