Jump to content

εκλεκτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εκλεκτικός (eklektikósm (feminine εκλεκτική, neuter εκλεκτικό)

  1. selective, discriminating, choosy

Declension

[edit]
Declension of εκλεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκλεκτικός (eklektikós) εκλεκτική (eklektikí) εκλεκτικό (eklektikó) εκλεκτικοί (eklektikoí) εκλεκτικές (eklektikés) εκλεκτικά (eklektiká)
genitive εκλεκτικού (eklektikoú) εκλεκτικής (eklektikís) εκλεκτικού (eklektikoú) εκλεκτικών (eklektikón) εκλεκτικών (eklektikón) εκλεκτικών (eklektikón)
accusative εκλεκτικό (eklektikó) εκλεκτική (eklektikí) εκλεκτικό (eklektikó) εκλεκτικούς (eklektikoús) εκλεκτικές (eklektikés) εκλεκτικά (eklektiká)
vocative εκλεκτικέ (eklektiké) εκλεκτική (eklektikí) εκλεκτικό (eklektikó) εκλεκτικοί (eklektikoí) εκλεκτικές (eklektikés) εκλεκτικά (eklektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκλεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκλεκτικός, etc.)