εκλεκτικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]εκλεκτικά • (eklektiká)
- nominative neuter plural of εκλεκτικός (eklektikós)
- accusative neuter plural of εκλεκτικός (eklektikós)
- vocative neuter plural of εκλεκτικός (eklektikós)
εκλεκτικά • (eklektiká)