Jump to content

εκδηλωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εκδηλωτικός (ekdilotikósm (feminine εκδηλωτική, neuter εκδηλωτικό)

  1. demonstrative
  2. exuberant

Declension

[edit]
Declension of εκδηλωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκδηλωτικός (ekdilotikós) εκδηλωτική (ekdilotikí) εκδηλωτικό (ekdilotikó) εκδηλωτικοί (ekdilotikoí) εκδηλωτικές (ekdilotikés) εκδηλωτικά (ekdilotiká)
genitive εκδηλωτικού (ekdilotikoú) εκδηλωτικής (ekdilotikís) εκδηλωτικού (ekdilotikoú) εκδηλωτικών (ekdilotikón) εκδηλωτικών (ekdilotikón) εκδηλωτικών (ekdilotikón)
accusative εκδηλωτικό (ekdilotikó) εκδηλωτική (ekdilotikí) εκδηλωτικό (ekdilotikó) εκδηλωτικούς (ekdilotikoús) εκδηλωτικές (ekdilotikés) εκδηλωτικά (ekdilotiká)
vocative εκδηλωτικέ (ekdilotiké) εκδηλωτική (ekdilotikí) εκδηλωτικό (ekdilotikó) εκδηλωτικοί (ekdilotikoí) εκδηλωτικές (ekdilotikés) εκδηλωτικά (ekdilotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκδηλωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκδηλωτικός, etc.)

See also

[edit]