εκδηλωτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]εκδηλωτικός • (ekdilotikós) m (feminine εκδηλωτική, neuter εκδηλωτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκδηλωτικός (ekdilotikós) | εκδηλωτική (ekdilotikí) | εκδηλωτικό (ekdilotikó) | εκδηλωτικοί (ekdilotikoí) | εκδηλωτικές (ekdilotikés) | εκδηλωτικά (ekdilotiká) | |
genitive | εκδηλωτικού (ekdilotikoú) | εκδηλωτικής (ekdilotikís) | εκδηλωτικού (ekdilotikoú) | εκδηλωτικών (ekdilotikón) | εκδηλωτικών (ekdilotikón) | εκδηλωτικών (ekdilotikón) | |
accusative | εκδηλωτικό (ekdilotikó) | εκδηλωτική (ekdilotikí) | εκδηλωτικό (ekdilotikó) | εκδηλωτικούς (ekdilotikoús) | εκδηλωτικές (ekdilotikés) | εκδηλωτικά (ekdilotiká) | |
vocative | εκδηλωτικέ (ekdilotiké) | εκδηλωτική (ekdilotikí) | εκδηλωτικό (ekdilotikó) | εκδηλωτικοί (ekdilotikoí) | εκδηλωτικές (ekdilotikés) | εκδηλωτικά (ekdilotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκδηλωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκδηλωτικός, etc.)
See also
[edit]- δεικτικός (deiktikós, “demonstrative”) (grammar)