εκδηλωτική
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]εκδηλωτική • (ekdilotikí)
- nominative feminine singular of εκδηλωτικός (ekdilotikós)
- accusative feminine singular of εκδηλωτικός (ekdilotikós)
- vocative feminine singular of εκδηλωτικός (ekdilotikós)