εκατονταρχία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]εκατονταρχία • (ekatontarchía) f (plural εκατονταρχίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκατονταρχία (ekatontarchía) | εκατονταρχίες (ekatontarchíes) |
genitive | εκατονταρχίας (ekatontarchías) | εκατονταρχιών (ekatontarchión) |
accusative | εκατονταρχία (ekatontarchía) | εκατονταρχίες (ekatontarchíes) |
vocative | εκατονταρχία (ekatontarchía) | εκατονταρχίες (ekatontarchíes) |
Related terms
[edit]- εκατόνταρχος m (ekatóntarchos, “century commander, centurion”)
- and see: εκατό n (ekató, “hundred, 100”)
See also
[edit]- εκατονταετία f (ekatontaetía, “century, 100 years”)