εισήγηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]εισήγηση • (eisígisi) f (plural εισηγήσεις)
- suggestion, recommendation, proposal
- Synonym: πρόταση (prótasi)
- Antonym: αντεισήγηση (anteisígisi)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εισήγηση (eisígisi) | εισηγήσεις (eisigíseis) |
genitive | εισήγησης (eisígisis) | εισηγήσεων (eisigíseon) |
accusative | εισήγηση (eisígisi) | εισηγήσεις (eisigíseis) |
vocative | εισήγηση (eisígisi) | εισηγήσεις (eisigíseis) |
Older or formal genitive singular: εισηγήσεως (eisigíseos)