Jump to content

εισήγηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εισήγηση (eisígisif (plural εισηγήσεις)

  1. suggestion, recommendation, proposal
    Synonym: πρόταση (prótasi)
    Antonym: αντεισήγηση (anteisígisi)

Declension

[edit]
Declension of εισήγηση
singular plural
nominative εισήγηση (eisígisi) εισηγήσεις (eisigíseis)
genitive εισήγησης (eisígisis) εισηγήσεων (eisigíseon)
accusative εισήγηση (eisígisi) εισηγήσεις (eisigíseis)
vocative εισήγηση (eisígisi) εισηγήσεις (eisigíseis)

Older or formal genitive singular: εισηγήσεως (eisigíseos)