αντεισήγηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντεισήγηση • (anteisígisi) f (plural αντεισηγήσεις)
- counterproposal
- Antonym: εισήγηση (eisígisi)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντεισήγηση (anteisígisi) | αντεισηγήσεις (anteisigíseis) |
genitive | αντεισήγησης (anteisígisis) | αντεισηγήσεων (anteisigíseon) |
accusative | αντεισήγηση (anteisígisi) | αντεισηγήσεις (anteisigíseis) |
vocative | αντεισήγηση (anteisígisi) | αντεισηγήσεις (anteisigíseis) |
Older or formal genitive singular: αντεισηγήσεως (anteisigíseos)