Jump to content

εικονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek εἰκονικός (eikonikós).

Adjective

[edit]

εικονικός (eikonikósm (feminine εικονική, neuter εικονικό)

  1. virtual
  2. bogus, pretend, mock

Declension

[edit]
Declension of εικονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εικονικός (eikonikós) εικονική (eikonikí) εικονικό (eikonikó) εικονικοί (eikonikoí) εικονικές (eikonikés) εικονικά (eikoniká)
genitive εικονικού (eikonikoú) εικονικής (eikonikís) εικονικού (eikonikoú) εικονικών (eikonikón) εικονικών (eikonikón) εικονικών (eikonikón)
accusative εικονικό (eikonikó) εικονική (eikonikí) εικονικό (eikonikó) εικονικούς (eikonikoús) εικονικές (eikonikés) εικονικά (eikoniká)
vocative εικονικέ (eikoniké) εικονική (eikonikí) εικονικό (eikonikó) εικονικοί (eikonikoí) εικονικές (eikonikés) εικονικά (eikoniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εικονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εικονικός, etc.)

Antonyms

[edit]

Derived terms

[edit]