Jump to content

ανεικονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from αν- (an-, α- privative) +‎ εικονικός (eikonikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ni.ko.niˈkos/
  • Hyphenation: α‧νει‧κο‧νι‧κός

Adjective

[edit]

ανεικονικός (aneikonikósm (feminine ανεικονική, neuter ανεικονικό)

  1. abstract, nonrepresentational

Declension

[edit]
Declension of ανεικονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεικονικός (aneikonikós) ανεικονική (aneikonikí) ανεικονικό (aneikonikó) ανεικονικοί (aneikonikoí) ανεικονικές (aneikonikés) ανεικονικά (aneikoniká)
genitive ανεικονικού (aneikonikoú) ανεικονικής (aneikonikís) ανεικονικού (aneikonikoú) ανεικονικών (aneikonikón) ανεικονικών (aneikonikón) ανεικονικών (aneikonikón)
accusative ανεικονικό (aneikonikó) ανεικονική (aneikonikí) ανεικονικό (aneikonikó) ανεικονικούς (aneikonikoús) ανεικονικές (aneikonikés) ανεικονικά (aneikoniká)
vocative ανεικονικέ (aneikoniké) ανεικονική (aneikonikí) ανεικονικό (aneikonikó) ανεικονικοί (aneikonikoí) ανεικονικές (aneikonikés) ανεικονικά (aneikoniká)

Antonyms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ανεικονικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language