Jump to content

εικονίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εικονίδιο (eikonídion (plural εικονίδια)

  1. (computing) icon

Declension

[edit]
Declension of εικονίδιο
singular plural
nominative εικονίδιο (eikonídio) εικονίδια (eikonídia)
genitive εικονιδίου (eikonidíou)
εικονίδιου (eikonídiou)
εικονιδίων (eikonidíon)
accusative εικονίδιο (eikonídio) εικονίδια (eikonídia)
vocative εικονίδιο (eikonídio) εικονίδια (eikonídia)
[edit]