Jump to content

ειδυλλιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ειδύλλι(ο) (eidýlli(o)) +‎ -ακός (-akós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ði.li.aˈkos/
  • Hyphenation: ει‧δυλ‧λια‧κός

Adjective

[edit]

ειδυλλιακός (eidylliakósm (feminine ειδυλλιακή, neuter ειδυλλιακό)

  1. idyllic (of or pertaining to idylls)
  2. idyllic (extremely happy, peaceful, or picturesque)

Declension

[edit]
Declension of ειδυλλιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειδυλλιακός (eidylliakós) ειδυλλιακή (eidylliakí) ειδυλλιακό (eidylliakó) ειδυλλιακοί (eidylliakoí) ειδυλλιακές (eidylliakés) ειδυλλιακά (eidylliaká)
genitive ειδυλλιακού (eidylliakoú) ειδυλλιακής (eidylliakís) ειδυλλιακού (eidylliakoú) ειδυλλιακών (eidylliakón) ειδυλλιακών (eidylliakón) ειδυλλιακών (eidylliakón)
accusative ειδυλλιακό (eidylliakó) ειδυλλιακή (eidylliakí) ειδυλλιακό (eidylliakó) ειδυλλιακούς (eidylliakoús) ειδυλλιακές (eidylliakés) ειδυλλιακά (eidylliaká)
vocative ειδυλλιακέ (eidylliaké) ειδυλλιακή (eidylliakí) ειδυλλιακό (eidylliakó) ειδυλλιακοί (eidylliakoí) ειδυλλιακές (eidylliakés) ειδυλλιακά (eidylliaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειδυλλιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειδυλλιακός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ειδυλλιακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language