εθνικόφρων
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]εθνικόφρων • (ethnikófron) m (feminine εθνικόφρων, neuter εθνικόφρoν)
Declension
[edit]Declension of εθνικόφρων
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εθνικόφρων • | εθνικόφρων • | εθνικόφρον • | εθνικόφρονες • | εθνικόφρονες • | εθνικόφρονα • |
genitive | εθνικόφρονος • | εθνικόφρονος • | εθνικόφρονος • | εθνικοφρόνων • | εθνικοφρόνων • | εθνικοφρόνων • |
accusative | εθνικόφρονα • | εθνικόφρονα • | εθνικόφρον • | εθνικόφρονες • | εθνικόφρονες • | εθνικόφρονα • |
vocative | εθνικόφρων • / εθνικόφρονα • | εθνικόφρων • | εθνικόφρον • | εθνικόφρονες • | εθνικόφρονες • | εθνικόφρονα • |
notes | neuter forms are uncommon |
Synonyms
[edit]- εθνικιστικός (ethnikistikós)
Related terms
[edit]- see: έθνος n (éthnos, “nation”)