Jump to content

εθνικιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εθνικιστικός (ethnikistikósm (feminine εθνικιστική, neuter εθνικιστικό)

  1. nationalist
  2. chauvinist

Declension

[edit]
Declension of εθνικιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εθνικιστικός (ethnikistikós) εθνικιστική (ethnikistikí) εθνικιστικό (ethnikistikó) εθνικιστικοί (ethnikistikoí) εθνικιστικές (ethnikistikés) εθνικιστικά (ethnikistiká)
genitive εθνικιστικού (ethnikistikoú) εθνικιστικής (ethnikistikís) εθνικιστικού (ethnikistikoú) εθνικιστικών (ethnikistikón) εθνικιστικών (ethnikistikón) εθνικιστικών (ethnikistikón)
accusative εθνικιστικό (ethnikistikó) εθνικιστική (ethnikistikí) εθνικιστικό (ethnikistikó) εθνικιστικούς (ethnikistikoús) εθνικιστικές (ethnikistikés) εθνικιστικά (ethnikistiká)
vocative εθνικιστικέ (ethnikistiké) εθνικιστική (ethnikistikí) εθνικιστικό (ethnikistikó) εθνικιστικοί (ethnikistikoí) εθνικιστικές (ethnikistikés) εθνικιστικά (ethnikistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εθνικιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εθνικιστικός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]