εδώδιμος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἐδώδιμος (edṓdimos).[1]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

εδώδιμος (edódimosm (feminine εδώδιμη, neuter εδώδιμο)

  1. edible (that can be eaten without harm; suitable for consumption)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εδώδιμος (edódimos) εδώδιμη (edódimi) εδώδιμο (edódimo) εδώδιμοι (edódimoi) εδώδιμες (edódimes) εδώδιμα (edódima)
genitive εδώδιμου (edódimou) εδώδιμης (edódimis) εδώδιμου (edódimou) εδώδιμων (edódimon) εδώδιμων (edódimon) εδώδιμων (edódimon)
accusative εδώδιμο (edódimo) εδώδιμη (edódimi) εδώδιμο (edódimo) εδώδιμους (edódimous) εδώδιμες (edódimes) εδώδιμα (edódima)
vocative εδώδιμε (edódime) εδώδιμη (edódimi) εδώδιμο (edódimo) εδώδιμοι (edódimoi) εδώδιμες (edódimes) εδώδιμα (edódima)

References

[edit]
  1. ^ εδώδιμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language