εδωδιμοπωλείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned formation from εδώδιμος (edódimos, “edible”) + -ο- (-o-) + -πωλείο (-poleío, “shop”).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]εδωδιμοπωλείο • (edodimopoleío) n (plural εδωδιμοπωλεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εδωδιμοπωλείο (edodimopoleío) | εδωδιμοπωλεία (edodimopoleía) |
genitive | εδωδιμοπωλείου (edodimopoleíou) | εδωδιμοπωλείων (edodimopoleíon) |
accusative | εδωδιμοπωλείο (edodimopoleío) | εδωδιμοπωλεία (edodimopoleía) |
vocative | εδωδιμοπωλείο (edodimopoleío) | εδωδιμοπωλεία (edodimopoleía) |
References
[edit]- ^ εδωδιμοπωλείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language