Jump to content

δυσανάγνωστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek δυσανάγνωστος (dusanágnōstos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.saˈna.ɣno.stos/
  • Hyphenation: δυ‧σα‧νά‧γνω‧στος
  • Old Hyphenation: δυσ‧α‧νά‧γνω‧στος

Adjective

[edit]

δυσανάγνωστος (dysanágnostosm

  1. unreadable, illegible (impossible to decipher)
  2. (figuratively) unreadable (poorly written)

Declension

[edit]
Declension of δυσανάγνωστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δυσανάγνωστος (dysanágnostos) δυσανάγνωστη (dysanágnosti) δυσανάγνωστο (dysanágnosto) δυσανάγνωστοι (dysanágnostoi) δυσανάγνωστες (dysanágnostes) δυσανάγνωστα (dysanágnosta)
genitive δυσανάγνωστου (dysanágnostou) δυσανάγνωστης (dysanágnostis) δυσανάγνωστου (dysanágnostou) δυσανάγνωστων (dysanágnoston) δυσανάγνωστων (dysanágnoston) δυσανάγνωστων (dysanágnoston)
accusative δυσανάγνωστο (dysanágnosto) δυσανάγνωστη (dysanágnosti) δυσανάγνωστο (dysanágnosto) δυσανάγνωστους (dysanágnostous) δυσανάγνωστες (dysanágnostes) δυσανάγνωστα (dysanágnosta)
vocative δυσανάγνωστε (dysanágnoste) δυσανάγνωστη (dysanágnosti) δυσανάγνωστο (dysanágnosto) δυσανάγνωστοι (dysanágnostoi) δυσανάγνωστες (dysanágnostes) δυσανάγνωστα (dysanágnosta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυσανάγνωστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυσανάγνωστος, etc.)

Antonyms

[edit]

References

[edit]