From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /ði.na.miˈti.zo/
Hyphenation: δυ‧να‧μι‧τί‧ζω
δυναμιτίζω • (dynamitízo ) (past δυναμίτισα , passive δυναμιτίζομαι )
to dynamite ( detonate /explode dynamite)
Synonym: ανατινάζω ( anatinázo )
( figurative ) to motivate , energise ( UK ) , energize ( US )
δυναμιτίζω δυναμιτίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
δυναμιτίζω
δυναμιτίσω
δυναμιτίζομαι
δυναμιτιστώ
2 sg
δυναμιτίζεις
δυναμιτίσεις
δυναμιτίζεσαι
δυναμιτιστείς
3 sg
δυναμιτίζει
δυναμιτίσει
δυναμιτίζεται
δυναμιτιστεί
1 pl
δυναμιτίζουμε , [‑ομε ]
δυναμιτίσουμε , [‑ομε ]
δυναμιτιζόμαστε
δυναμιτιστούμε
2 pl
δυναμιτίζετε
δυναμιτίσετε
δυναμιτίζεστε , δυναμιτιζόσαστε
δυναμιτιστείτε
3 pl
δυναμιτίζουν (ε )
δυναμιτίσουν (ε )
δυναμιτίζονται
δυναμιτιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
δυναμίτιζα
δυναμίτισα
δυναμιτιζόμουν (α )
δυναμιτίστηκα
2 sg
δυναμίτιζες
δυναμίτισες
δυναμιτιζόσουν (α )
δυναμιτίστηκες
3 sg
δυναμίτιζε
δυναμίτισε
δυναμιτιζόταν (ε )
δυναμιτίστηκε
1 pl
δυναμιτίζαμε
δυναμιτίσαμε
δυναμιτιζόμασταν , (‑όμαστε )
δυναμιτιστήκαμε
2 pl
δυναμιτίζατε
δυναμιτίσατε
δυναμιτιζόσασταν , (‑όσαστε )
δυναμιτιστήκατε
3 pl
δυναμίτιζαν , δυναμιτίζαν (ε )
δυναμίτισαν , δυναμιτίσαν (ε )
δυναμιτίζονταν , (δυναμιτιζόντουσαν )
δυναμιτίστηκαν , δυναμιτιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα δυναμιτίζω ➤
θα δυναμιτίσω ➤
θα δυναμιτίζομαι ➤
θα δυναμιτιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα δυναμιτίζεις , …
θα δυναμιτίσεις , …
θα δυναμιτίζεσαι , …
θα δυναμιτιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … δυναμιτίσει έχω, έχεις, … δυναμιτισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … δυναμιτιστεί είμαι , είσαι , … δυναμιτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … δυναμιτίσει είχα, είχες, … δυναμιτισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … δυναμιτιστεί ήμουν , ήσουν , … δυναμιτισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … δυναμιτίσει θα έχω, θα έχεις, … δυναμιτισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … δυναμιτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … δυναμιτισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
δυναμίτιζε
δυναμίτισε
—
δυναμιτίσου
2 pl
δυναμιτίζετε
δυναμιτίστε
δυναμιτίζεστε
δυναμιτιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
δυναμιτίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας δυναμιτίσει ➤
δυναμιτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
δυναμιτίσει
δυναμιτιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
δυναμίτης m ( dynamítis , “ dynamite ” ) ( explosive and figurative )
δυναμίτιδα f ( dynamítida , “ dynamite ” )
δυναμιτάκι n ( dynamitáki , “ banger, firecracker ” )