δυναμιτίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]δυναμιτίζομαι • (dynamitízomai) passive (past δυναμιτίστηκα, active δυναμιτίζω)
- passive of δυναμιτίζω (dynamitízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
δυναμιτίζομαι • (dynamitízomai) passive (past δυναμιτίστηκα, active δυναμιτίζω)