From Wiktionary, the free dictionary
Back-formation of δρομολόγιο ( dromológio ) with -ώ ( -ó ) suffix.[ 1]
IPA (key ) : /ðɾo.mo.loˈɣo/
Hyphenation: δρο‧μο‧λο‧γώ
δρομολογώ • (dromologó ) (past δρομολόγησα , passive δρομολογούμαι , p‑past δρομολογήθηκα , ppp δρομολογημένος )
( transport ) to put into operation , to bring into service , to launch ( :means of transport on a given scheduled route )
( usually passive voice third person ) to set in train , to launch ( to start a planned process, to initiate )
δρομολογώ , δρομολογούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
δρομολογώ
δρομολογήσω
δρομολογούμαι
δρομολογηθώ
2 sg
δρομολογείς
δρομολογήσεις
δρομολογείσαι
δρομολογηθείς
3 sg
δρομολογεί
δρομολογήσει
δρομολογείται
δρομολογηθεί
1 pl
δρομολογούμε
δρομολογήσουμε , [-ομε ]
δρομολογούμαστε
δρομολογηθούμε
2 pl
δρομολογείτε
δρομολογήσετε
δρομολογείστε
δρομολογηθείτε
3 pl
δρομολογούν (ε )
δρομολογήσουν (ε )
δρομολογούνται
δρομολογηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
δρομολογούσα
δρομολόγησα
[δρομολογούμουν (α )]
δρομολογήθηκα
2 sg
δρομολογούσες
δρομολόγησες
[δρομολογούσουν (α )]
δρομολογήθηκες
3 sg
δρομολογούσε
δρομολόγησε
δρομολογούνταν , {δρομολογείτο }
δρομολογήθηκε
1 pl
δρομολογούσαμε
δρομολογήσαμε
δρομολογούμασταν , (‑ούμαστε )
δρομολογηθήκαμε
2 pl
δρομολογούσατε
δρομολογήσατε
[δρομολογούσασταν , (‑ούσαστε )]
δρομολογηθήκατε
3 pl
δρομολογούσαν (ε )
δρομολόγησαν , δρομολογήσαν (ε )
δρομολογούνταν , {δρομολογούντο }
δρομολογήθηκαν , δρομολογηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα δρομολογώ ➤
θα δρομολογήσω ➤
θα δρομολογούμαι ➤
θα δρομολογηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα δρομολογείς , …
θα δρομολογήσεις , …
θα δρομολογείσαι , …
θα δρομολογηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … δρομολογήσει έχω, έχεις, … δρομολογημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … δρομολογηθεί είμαι , είσαι , … δρομολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … δρομολογήσει είχα, είχες, … δρομολογημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … δρομολογηθεί ήμουν , ήσουν , … δρομολογημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … δρομολογήσει θα έχω, θα έχεις, … δρομολογημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … δρομολογηθεί θα είμαι, θα είσαι, … δρομολογημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
δρομολόγησε
—
δρομολογήσου
2 pl
δρομολογείτε
δρομολογήστε
δρομολογείστε
δρομολογηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
δρομολογώντας ➤
δρομολογούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας δρομολογήσει ➤
δρομολογημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
δρομολογήσει
δρομολογηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.