δρομολογητής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]δρομολογητής • (dromologitís) m (plural δρομολογητές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δρομολογητής (dromologitís) | δρομολογητές (dromologités) |
genitive | δρομολογητή (dromologití) | δρομολογητών (dromologitón) |
accusative | δρομολογητή (dromologití) | δρομολογητές (dromologités) |
vocative | δρομολογητή (dromologití) | δρομολογητές (dromologités) |