δοχείο απορριμμάτων
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- δοχείο απορριμάτων n (docheío aporrimáton)
Noun
[edit]δοχείο απορριμμάτων • (docheío aporrimmáton) n (plural δοχεία απορριμμάτων)
- dustbin (UK), trash can (US)
- Synonyms: σκουπιδοτενεκές (skoupidotenekés), δοχείο απορριμμάτων (docheío aporrimmáton)
Coordinate terms
[edit]- see: απόρριμμα n (apórrimma, “refuse, rubbish, trash”)