δοχείο απορριμάτων
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]δοχείο απορριμάτων • (docheío aporrimáton) n (plural δοχεία απορριμάτων)
- Alternative form of δοχείο απορριμμάτων (docheío aporrimmáton)
δοχείο απορριμάτων • (docheío aporrimáton) n (plural δοχεία απορριμάτων)