Jump to content

δολοφονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

δολοφονικός (dolofonikósm (feminine δολοφονική, neuter δολοφονικό)

  1. murder, murderous
  2. viciously attacking

Declension

[edit]
Declension of δολοφονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δολοφονικός (dolofonikós) δολοφονική (dolofonikí) δολοφονικό (dolofonikó) δολοφονικοί (dolofonikoí) δολοφονικές (dolofonikés) δολοφονικά (dolofoniká)
genitive δολοφονικού (dolofonikoú) δολοφονικής (dolofonikís) δολοφονικού (dolofonikoú) δολοφονικών (dolofonikón) δολοφονικών (dolofonikón) δολοφονικών (dolofonikón)
accusative δολοφονικό (dolofonikó) δολοφονική (dolofonikí) δολοφονικό (dolofonikó) δολοφονικούς (dolofonikoús) δολοφονικές (dolofonikés) δολοφονικά (dolofoniká)
vocative δολοφονικέ (dolofoniké) δολοφονική (dolofonikí) δολοφονικό (dolofonikó) δολοφονικοί (dolofonikoí) δολοφονικές (dolofonikés) δολοφονικά (dolofoniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δολοφονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δολοφονικός, etc.)

[edit]