Jump to content

δογματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From δόγμα (dógma) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

δογμᾰτῐκός (dogmatikósm (feminine δογμᾰτῐκή, neuter δογμᾰτῐκόν); first/second declension

  1. dogmatic

Inflection

[edit]

Descendants

[edit]
  • δογματικός (dogmatikós)
  • Latin: dogmaticus (see there for further descendants)

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek δογματικός (dogmatikós).

Adjective

[edit]

δογματικός (dogmatikósm (feminine δογματική, neuter δογματικό)

  1. dogmatic
    Antonym: αντιδογματικός (antidogmatikós)

Declension

[edit]
Declension of δογματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δογματικός (dogmatikós) δογματική (dogmatikí) δογματικό (dogmatikó) δογματικοί (dogmatikoí) δογματικές (dogmatikés) δογματικά (dogmatiká)
genitive δογματικού (dogmatikoú) δογματικής (dogmatikís) δογματικού (dogmatikoú) δογματικών (dogmatikón) δογματικών (dogmatikón) δογματικών (dogmatikón)
accusative δογματικό (dogmatikó) δογματική (dogmatikí) δογματικό (dogmatikó) δογματικούς (dogmatikoús) δογματικές (dogmatikés) δογματικά (dogmatiká)
vocative δογματικέ (dogmatiké) δογματική (dogmatikí) δογματικό (dogmatikó) δογματικοί (dogmatikoí) δογματικές (dogmatikés) δογματικά (dogmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δογματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δογματικός, etc.)

[edit]
  • see: δόγμα n (dógma, doctrine, dogma)