Jump to content

αντιδογματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιδογματικός (antidogmatikósm (feminine αντιδογματική, neuter αντιδογματικό)

  1. undogmatic
    Antonym: δογματικός (dogmatikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιδογματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιδογματικός (antidogmatikós) αντιδογματική (antidogmatikí) αντιδογματικό (antidogmatikó) αντιδογματικοί (antidogmatikoí) αντιδογματικές (antidogmatikés) αντιδογματικά (antidogmatiká)
genitive αντιδογματικού (antidogmatikoú) αντιδογματικής (antidogmatikís) αντιδογματικού (antidogmatikoú) αντιδογματικών (antidogmatikón) αντιδογματικών (antidogmatikón) αντιδογματικών (antidogmatikón)
accusative αντιδογματικό (antidogmatikó) αντιδογματική (antidogmatikí) αντιδογματικό (antidogmatikó) αντιδογματικούς (antidogmatikoús) αντιδογματικές (antidogmatikés) αντιδογματικά (antidogmatiká)
vocative αντιδογματικέ (antidogmatiké) αντιδογματική (antidogmatikí) αντιδογματικό (antidogmatikó) αντιδογματικοί (antidogmatikoí) αντιδογματικές (antidogmatikés) αντιδογματικά (antidogmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιδογματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιδογματικός, etc.)

[edit]
  • see: δόγμα n (dógma, doctrine, dogma)