διχογνωμία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]διχογνωμία • (dichognomía) f (plural διχογνωμίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διχογνωμία (dichognomía) | διχογνωμίες (dichognomíes) |
genitive | διχογνωμίας (dichognomías) | διχογνωμιών (dichognomión) |
accusative | διχογνωμία (dichognomía) | διχογνωμίες (dichognomíes) |
vocative | διχογνωμία (dichognomía) | διχογνωμίες (dichognomíes) |
Synonyms
[edit]- αντιγνωμία f (antignomía)
- ασυμφωνία f (asymfonía)
- διαφωνία f (diafonía)
Antonyms
[edit]- συμφωνία f (symfonía)
- ομοφωνία f (omofonía)
- ομογνωμοσύνη f (omognomosýni)