Jump to content

δισκογραφία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δισκογραφία (diskografíaf (plural δισκογραφίες)

  1. discography

Declension

[edit]
Declension of δισκογραφία
singular plural
nominative δισκογραφία (diskografía) δισκογραφίες (diskografíes)
genitive δισκογραφίας (diskografías) δισκογραφιών (diskografión)
accusative δισκογραφία (diskografía) δισκογραφίες (diskografíes)
vocative δισκογραφία (diskografía) δισκογραφίες (diskografíes)

Further reading

[edit]