δισκογραφίες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]δισκογραφίες • (diskografíes) f
- nominative plural of δισκογραφία (diskografía)
- accusative plural of δισκογραφία (diskografía)
- vocative plural of δισκογραφία (diskografía)
δισκογραφίες • (diskografíes) f