Jump to content

διπλογραφία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διπλογραφία (diplografíaf (plural διπλογραφίες)

  1. (accounting) double-entry book keeping
    Coordinate term: απλογραφία (aplografía)

Declension

[edit]
Declension of διπλογραφία
singular plural
nominative διπλογραφία (diplografía) διπλογραφίες (diplografíes)
genitive διπλογραφίας (diplografías) διπλογραφιών (diplografión)
accusative διπλογραφία (diplografía) διπλογραφίες (diplografíes)
vocative διπλογραφία (diplografía) διπλογραφίες (diplografíes)