απλογραφία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απλογραφία • (aplografía) f (plural απλογραφίες)
- (accounting) single-entry bookkeeping
- Coordinate term: διπλογραφία (diplografía)
- (literature) haplography
Declension
[edit]Declension of απλογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απλογραφία • | απλογραφίες • |
genitive | απλογραφίας • | απλογραφιών • |
accusative | απλογραφία • | απλογραφίες • |
vocative | απλογραφία • | απλογραφίες • |